θεραλωνιστικός

θεραλωνιστικός
-ή, -ό
βλ. θεριζοαλωνιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”